- κρυοχειρουργική
- ητομέας τής χειρουργικής που προσφεύγει σε τεχνικές τοπικής κατάψυξης κατά την εκτέλεση διαφόρων χειρουργικών επεμβάσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cryochirurgie < κρυ(ο)- (< κρύος, τὸ) + chirurgie < -chirurgia < χειρουργός].
Dictionary of Greek. 2013.